- παροξυτόνησις
- ἡ, ΜΑ [παροξυτονώ]το να θέτει κανείς οξεία στην παραλήγουσα, ο τονισμός με οξεία στην παραλήγουσα, η παροξυτονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροξυτόνησις — pronounce paroxytone fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυτονήσει — παροξυτόνησις pronounce paroxytone fem nom/voc/acc dual (attic epic) παροξυτονήσεϊ , παροξυτόνησις pronounce paroxytone fem dat sg (epic) παροξυτόνησις pronounce paroxytone fem dat sg (attic ionic) παροξυτονέω pronounce paroxytone aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)